πτεροδόνητος

πτεροδόνητος
-ον, Α
1. αυτός που κινείται με τη δόνηση τών πτερύγων του
2. μτφ. αυτός που πετά ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -δόνητος (< δονῶ), πρβλ. αερο-δόνητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πτεροδόνητος — moved by flapping wings masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτεροδόνητα — πτεροδόνητος moved by flapping wings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”